Λιπαρό

Λιπαρό
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 478 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 25 χλμ. ΝΑ της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Λιπαρίνοβο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλευριτέλαιο — Λιπαρό έλαιο που παράγεται από τα σπέρματα του φυτού αλευρίτης. Έχει ανοιχτοκίτρινο χρώμα, έντονη οσμή, καυστική γεύση και στερεοποιείται στους 15°C. Είναι δυσδιάλυτο στην απόλυτη αλκοόλη και διαλύεται εύκολα στον πετρελαϊκό αιθέρα, στον αιθέρα… …   Dictionary of Greek

  • βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… …   Dictionary of Greek

  • κικινέλαιο — Λιπαρό έλαιο, σχεδόν άχρωμο και άοσμο, με δυσάρεστη γεύση, το οποίο λαμβάνεται από το φυτό ρετσινολαδιά (ρίκινος ο κοινός). Έχει μεγάλο ιξώδες ειδικό βάρος 0,96 0,97 gr/cm3 και είναι διαλυτό στην απόλυτη αλκοόλη, στον αιθέρα, στο χλωροφόρμιο κ.α …   Dictionary of Greek

  • λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… …   Dictionary of Greek

  • προσεπιλιπαίνω — Μ καθιστώ κάτι λιπαρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιλιπαίνω «κάνω κάτι λιπαρό»] …   Dictionary of Greek

  • λιπίδια ή λιποειδή — Κατηγορία ενώσεων ποικίλης δομής, αλλά με κοινές τις γενικές ιδιότητες των λιπών. Πολύ συχνά οι όροι λ. και λίπη θεωρούνται συνώνυμοι. Στον ανθρώπινο οργανισμό διακρίνονται σε λ. αποθέματος, με λειτουργίες πλαστικές, προστατευτικές και… …   Dictionary of Greek

  • Pella (Makedonien) — Gemeinde Pella (Δήμος Πέλλας) …   Deutsch Wikipedia

  • αναλυγγιάζω — 1. κλαίω με λυγμούς 2. έχω δυσάρεστο αίσθημα στον οισοφάγο που προέρχεται από λιπαρό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + λυγγιάζω < αρχ. λύγξ, γγός «λόξυγγας»] …   Dictionary of Greek

  • απανωλαδιά — κ. πανωλαδιά, η 1. λάδι ή άλλο λιπαρό ρευστό στην επιφάνεια άλλου υγρού ή φαγητού 2. φρ. «βγήκε απανωλαδιά» βγήκε λάδι, κατόρθωσε να κρύψει την ενοχή του 3. καλή σοδειά λαδιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”